μεγάλα, τα
Ερμηνεία:
μεγάλος, μεγάλη, μεγάλον, (πλ. -οι, -αι, -α) [μέγας, μεγάλη, μέγα] (αυτός που έχει μεγαλύτερες διαστάσεις, ή δύναμη ή ηλικία ή αξία από το συνηθισμένο)]
Ετυμολογία:
[Μεσαιων < (΄(Όμηρ.)) μέγας, μεγάλη μέγα, Καινή Διαθήκη. 194 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της…. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|